τ. 15 Η Φύση του Κεφαλαίου. Β.3.1. Η ειδική κεφαλαιοκρατική – εμπορευματική μορφή

Β. Η παραγωγική διαδικασία

Β.3. Διαλεκτική μεταξύ αξίας και αξίας χρήσης: συνέπειες στην υλική μορφή

Β.3.1. Η ειδική κεφαλαιοκρατική – εμπορευματική μορφή

Είδαμε ότι το προϊόν παράγεται ως υλική, εξωτερική, αντικειμενική πραγματικότητα, ως φύση. Όμως αυτό το προϊόν έχει μια μορφή – την εμπορευματική – χαρακτηριστική του τρόπου παραγωγής μέσω του οποίου παράγεται. Το προϊόν είναι εμπόρευμα ως ενότητα αξίας χρήσης και αξίας, ορίζεται από αυτή την ενότητα και έτσι είναι αδύνατο να εξετάσουμε το προϊόν είτε ως αξία χρήσης είτε ως αξία, παραβλέποντας τελείως την άλλη πλευρά του. Η αξία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αξία χρήσης, η οποία αποτελεί τον αναγκαίο υλικό φορέα, και η αξία χρήσης δεν υπάρχει παρά μόνο για την αξία, αφού αυτή αποτελεί το κίνητρο της παραγωγής. Μεταξύ των δύο στιγμών έχουμε μια διπλή μεσολάβηση, μια διαλεκτική, αντίστοιχη με τη διαλεκτική μεταξύ συγκεκριμένης – αφηρημένης εργασίας, όπως και μεταξύ άμεσης διαδικασίας εργασίας και διαδικασίας αξιοποίησης. Προηγουμένως, στα σχετικά σημεία, όταν δηλαδή περιγράφαμε τις παραπάνω διαδικασίες, αναφερθήκαμε περιγραφικά σε αυτή τη διαλεκτική. Τώρα, έχοντας στη διάθεση μας και τις έννοιες – κλειδιά της αξίας και της αξίας χρήσης, θα επιμείνουμε περισσότερο στο κομβικό αυτό σημείο για τη κοινωνική μεσολάβηση της φύσης.

Εκκινώντας θεωρητικά από μια υποτιθέμενη γενική μορφή της εμπορευματικής παραγωγής, υποθέτουμε ότι εκεί η παραγωγή γίνεται από ανεξάρτητους εμπορευματοπαραγωγούς με σκοπό την κατανάλωση. Όμως ο κάθε ξεχωριστός εμπορευματοπαραγωγός δεν παράγει εκείνα τα συγκεκριμένα προϊόντα που χρειάζεται να καταναλώσει, αλλά παράγει απλώς ένα τυχαίο – σε σχέση πάντα με τις ανάγκες του – μέρος του συνολικά παραγόμενου κοινωνικού πλούτου, αφού ο «κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας αποτελεί όρο ύπαρξης της εμπορευματικής παραγωγής»[1] και βέβαια «ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας κάνει την εργασία του τόσο μονόπλευρη, όσο πολύπλευρες είναι οι ανάγκες του»[2]. Έτσι, ο εμπορευματοπαραγωγός είναι εξορισμού αναγκασμένος να ανταλλάξει το προϊόν του με άλλα προϊόντα:

«Το εμπόρευμά του δεν έχει για αυτόν άμεση αξία χρήσης. Διαφορετικά δεν θα το έφερνε στην αγορά. Έχει αξία χρήσης για άλλους. Η μόνη αξία χρήσης που έχει για τον κάτοχό του είναι ότι είναι φορέας ανταλλακτικής αξίας και επομένως μέσο ανταλλαγής. Για αυτό θέλει να το εκποιήσει για να πάρει σε αντάλλαγμα ένα άλλο εμπόρευμα, που η αξία χρήσης του να τον ικανοποιεί. Όλα τα εμπορεύματα είναι μη-αξίες χρήσης για τους κατόχους τους και αξίες χρήσης για τους μη-κατόχους τους. Για αυτό είναι υποχρεωμένα να περνούν διαρκώς από χέρι σε χέρι. Αυτό όμως το πέρασμα από χέρι σε χέρι αποτελεί την ανταλλαγή τους και η ανταλλαγή τους τα συσχετίζει σαν αξίες και τα πραγματοποιεί σαν αξίες. Για αυτό τα εμπορεύματα είναι υποχρεωμένα να πραγματοποιηθούν σαν αξίες, προτού μπορέσουν να πραγματοποιηθούν σαν αξίες χρήσης.»[3]

Σε αυτό το σημείο γίνεται φανερή η μεσολάβηση της αξίας χρήσης από την αξία× η πραγματοποίηση της πρώτη περνά αναγκαία μέσα από την πρότερη πραγματοποίηση της δεύτερης. Ας μη μείνουμε όμως σε αυτό.

Η εμπορευματοπραγωγή λοιπόν γίνεται κατ’ αρχάς για κατανάλωση, η οποία όμως μεσολαβείται αναγκαία από την ανταλλαγή, ή αλλιώς γίνεται για την ανταλλαγή με τελικό σκοπό την κατανάλωση. Η ίδια η παραγωγή καθίσταται από αυτοσκοπός ένα μέσο για την κατανάλωση[4]. Ο γενικός τύπος ανταλλαγής στην εμπορευματοπαραγωγής είναι έτσι Ε – Χ – Ε’, «πουλώ για να αγοράσω«. Τα πράγματα όμως ανατρέπονται με το – θεωρητικό πάντα[5] – πέρασμα στην κεφαλαιοκρατική μορφή της εμπορευματικής παραγωγής:

«Η άμεση μορφή της εμπορευματικής παραγωγής είναι Ε – Χ – Ε, μετατροπή εμπορεύματος σε χρήμα και ξαναμετατροπή του χρήματος σε εμπόρευμα, πουλώ για να αγοράσω. Δίπλα όμως σε αυτή τη μορφή βρίσκουμε μια δεύτερη μορφή που διακρίνεται ειδικά, τη μορφή Χ – Ε – Χ, μετατροπή χρήματος σε εμπόρευμα και ξαναμετατροπή του εμπορεύματος σε χρήμα, αγοράζω για να πουλήσω. Το χρήμα, που στην κίνησή του διαγράφει αυτό τον τελευταίο κύκλο, μετατρέπεται σε κεφάλαιο, γίνεται κεφάλαιο και είναι από τον προορισμό του κιόλας κεφάλαιο.»[6]

«Ο κύκλος Ε – Χ – Ε ξεκινά από ένα εμπόρευμα και κλείνει με ένα άλλο εμπόρευμα που βγαίνει από την κυκλοφορία και περιέρχεται στην κατανάλωση. Ο τελικός του σκοπός είναι λοιπόν η κατανάλωση, η ικανοποίηση αναγκών, με δυο λόγια η αξία χρήσης. Αντίθετα, ο κύκλος Χ – Ε – Χ ξεκινά από το χρήμα και ξαναγυρνά τελικά στο ίδιο το χρήμα. Για αυτό το κίνητρό του και ο καθοριστικός σκοπός του είναι η ίδια η ανταλλακτική αξία.»[7]

Βέβαια, η χρηματική αξία στην οποία καταλήγει ο κύκλος δεν μπορεί να είναι ίση ή μικρότερη από την αρχική, γιατί τότε δεν έχει νόημα: «Επομένως η ολοκληρωμένη μορφή αυτής της διαδικασίας είναι Χ – Ε – Χ’, όπου Χ’ = Χ + ΔΧ»[8]. Το ΔΧ βέβαια, το ποσό της προσαύξησης, είναι η παραγόμενη υπεραξία, η οποία αναφέραμε από την αρχή κιόλας από πού προέρχεται και ποιες είναι οι προϋποθέσεις της παραγωγής της, όταν περιγράψαμε από την αρχή κιόλας τη διαδικασία αξιοποίησης ως μια διαδικασία μεταξύ των στοιχείων της παραγωγής. Αυτή η κίνηση ορίζεται ως η αξιοποίηση του προκαταβαλλόμενου κεφαλαίου, είναι αυτή που προσδιορίζει το κεφάλαιο, και φυσικά έχει ως συνειδητό φορέα της τον κάτοχο του χρήματος, τον κεφαλαιοκράτη.

«Έτσι ο τύπος Χ – Ε – Χ’ είναι στην πραγματικότητα ο γενικός τύπος του κεφαλαίου, όπως εμφανίζεται άμεσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας»[9]

Από τα παραπάνω, εύκολα εξάγεται πια αυτό που από την αρχή είχαμε δηλώσει× ότι η διαδικασία αξιοποίησης αποτελεί το εσωτερικό κίνητρο, «το ειδικό περιεχόμενο και τον ειδικό σκοπό»[10] της κεφαλαιοκρατικής διαδικασίας παραγωγής:

«Στην εμπορευματική παραγωγή η αξία χρήσης δεν είναι καθόλου το πράγμα <qui on aime pour lui meme>. Εδώ γενικά παράγονται αξίες χρήσης μόνο επειδή και εφόσον είναι υλικό υπόστρωμα, φορείς της ανταλλακτικής αξίας. Και ο κεφαλαιοκράτης μας νοιάζεται για δυο λογιών πράγματα. Πρώτα, θέλει να παραγάγει μια αξία χρήσης που να έχει ανταλλακτική αξία, ένα είδος που προορίζεται για πώληση, ένα εμπόρευμα. Και δεύτερο, θέλει να παραγάγει ένα εμπόρευμα που η αξία του να είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των αξιών των εμπορευμάτων που απαιτήθηκαν για την παραγωγή του, δηλ. των μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης, για τα οποία προκατέβαλλε στην αγορά εμπορευμάτων το αγαπημένο του χρήμα. Θέλει να παραγάγει όχι μόνο μια αξία χρήσης, αλλά ένα εμπόρευμα, όχι μόνο αξία χρήσης μα αξία, και όχι μόνο αξία, μα και υπεραξία.»[11]

Η παραπάνω θέση μπορεί να αποδειχτεί θεμελιώδης στη συζήτηση για τις τάσεις της σύγχρονης οικολογικής κρίσης. Ακόμα όμως, θα περιοριστούμε στο πεδίο μας. Με την αναγωγή της διαδικασίας αξιοποίησης σε καθοριστική στιγμή της παραγωγικής διαδικασίας, μετασχηματίζεται ριζικά η μορφή της ενότητας αξίας χρήσης – αξίας, όπως και συγκεκριμένης – αφηρημένης εργασίας ή διαδικασίας αξιοποίησης – διαδικασίας εργασίας. Η διαλεκτική ενότητά τους παραμένει βέβαια αναγκαία× καμιά από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της. Όμως η διπλή αυτή μεσολάβηση – όπως ήδη αναφέραμε – δεν είναι συμμετρική. Σε αυτή είχαμε καταρχάς μια πρωταρχική πλευρά και μια παράγωγη. Η υλική πλευρά, η αξία χρήσης και η συγκεκριμένη εργασία που την παρήγαγε, υπήρξε για εμάς η πρωταρχική πλευρά, το αρχικό κίνητρο, θεωρώντας την ίδια την εργασία ως μια δραστηριότητα του ανθρώπου με σκοπό την κάλυψη των αναγκών του. Μέσα από αυτήν, αναδύθηκε η κοινωνική – αξιακή πλευρά, ως μια ειδική κοινωνική κατηγορία που ανήκει και εκφράζει τον ειδικό χαρακτήρα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η παράγωγη αυτή πλευρά καθίσταται τώρα αυτή το κίνητρο, η καθοριστική στιγμή της ενότητας. Η υλική πλευρά περιορίζεται στο ρόλο του – αναγκαίου βέβαια πάντα – υλικού φορέα της κοινωνικής, καθίσταται υλική μορφή εμφάνισης των κοινωνικών σχέσεων.

Το γεγονός ότι τα πράγματα, τα προϊόντα – εμπορεύματα όπως και τα ίδια τα στοιχεία της εργασιακής διαδικασίας καθίστανται «φορείς«, «μορφές εμφάνισης» των κοινωνικών κατηγοριών δεν αφαιρεί ούτε ένα άτομο ύλη από τη φυσική – υλική τους πραγματικότητα× δεν τα καθιστά «σύμβολα»[12], απλή μορφή εκδήλωσης κοινωνικών σχέσεων. Αντίθετα η υλική τους πλευρά υπάρχει, και από μια ορισμένη σκοπιά παραμένει η πρωταρχική, η κυρίαρχη:

«Αν παραβλέψουμε την απλώς συμβολική εμφάνιση της αξίας στο σύμβολο της αξίας, η αξία υπάρχει μόνο σε μια αξία χρήσης, σε ένα πράγμα. Για αυτό όταν χάνεται η αξία χρήσης, χάνεται και η αξία.»[13]

Έτσι, «προτού τα εμπορεύματα μπορέσουν να πραγματοποιηθούν σαν αξίες, πρέπει να αποδείξουν ότι είναι αξίες χρήσης. Γιατί η ανθρώπινη εργασία που ξοδεύτηκε σε αυτά υπολογίζεται μόνο εφόσον έχει ξοδευτεί με μια ωφέλιμη για άλλους μορφή.»[14] Και φυσικά ξέρουμε ότι πολλοί παράγοντες «που δρουν πίσω από την πλάτη του παραγωγού» μπορούν να ακυρώσουν την παραπάνω συνθήκη. Ενδεικτικά αναφέρουμε την υπερπαραγωγή.

Από την άλλη όμως, είδαμε ότι η παράγωγη θεωρητικά αξιακή πλευρά καθίσταται η καθοριστική στιγμή, καθώς σκοπός της παραγωγής είναι η παραγωγή ανταλλακτικών αξίων. Η συγκεκριμένη ποιότητα της αξίας χρήσης είναι απολύτως αδιάφορη από την πλευρά της αξίας; αρκεί να υπάρχει με οποιοδήποτε τρόπο[15]. Αυτή η διαλεκτική, όπου η «παράγωγη» πλευρά επικυριαρχεί πάνω στην «πρωταρχική», εμφανίζεται ως αντίφαση, μια αντίφαση όμως που είναι ήδη εγγεγραμμένη στη φύση του εμπορεύματος, ως ενότητα αξίας χρήσης και αξίας, και που εκφράζεται κάθε φορά που μια αξία εκφράζεται σε μια αξία χρήσης. Αξίζει να θυμηθούμε εδώ τη σχετική θέση του Ranciere στο άρθρο του «Η έννοια της κριτικής και η κριτικής της πολιτικής οικονομίας» ότι μια τέτοια «αδύνατη» σχέση λύνεται μόνο με τη βοήθεια μιας «απούσας αιτίας» που είναι οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να δεχόμαστε και να μελετάμε τον καθοριστικό ρόλο των κοινωνικών σχέσεων πάνω στην εξωτερική ύλη, χωρίς όμως να διολισθαίνουμε σε μια ιδεαλιστικής χροιάς μετουσίωση της φύσης σε κοινωνική κατηγορία.


[1] Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο» τ. 1 σ.56

[2] ο.π. σ.118-119

[3] ο.π. σ.99

[4] Σύμφωνα με τα Grundrisse (τ.1 σ.139-140): «Στην κυκλοφορία, σαν την πραγματοποίηση των ανταλλακτικών αξίων, εμπεριέχεται: 1) ότι το προϊόν μου είναι προϊόν μόνο στο μέτρο που είναι προϊόν για άλλους; δηλαδή ατομικό προϊόν που έχει αρθεί, γενικό; 2) ότι είναι προϊόν για εμένα μόνο στο βαθμό που αλλοτριώθηκε, έγινε προϊόν για άλλους; 3)ότι είναι προϊόν για τον άλλο μόνο στο βαθμό που κι αυτός αλλοτριώνει το προϊόν του; πράγμα που περιέχει ήδη το 4) ότι η παραγωγή δεν εμφανίζεται σε εμένα σαν αυτοσκοπός αλλά σαν μέσο.»

[5] Θεωρητικό, γιατί όπως ήδη εξηγήσαμε η μόνο δυνατή αναπτυγμένη μορφή εμπορευματοπαραγωγής είναι η κεφαλαιοκρατική.

[6] Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο» τ.1 σ.160

[7] ο.π. σ.162

[8] ο.π. σ.163

[9] ο.π. σ.168

[10] ο.π. σ.311

[11] » Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο» τ. 1 σ.199

[12] Βλέπε πχ. τη σχετική συζήτηση για το χρήμα και τα σύμβολα του χρήματος(Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο» τ. 1 σ.104-105 και επίσης σ.137 κοκ) , όπου ο Μαρξ διευκρινίζει ότι η δυνατότητα να αντικατασταθούν οι λειτουργίες του χρήματος από σύμβολα, δεν συνεπάγεται ότι το ίδιο το χρήμα είναι σύμβολο και όχι υλική πραγματικότητα.

[13] » Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο» τ. 1 σ.215

[14] ο.π. σ. 100

[15] «Για την αξία παραμένει αδιάφορο ποια αξία χρήσης είναι ο φορέας της, όμως φορέας της πρέπει να είναι κάποια αξία χρήσης.» Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο» τ. 1 σ.201

Σχολιάστε